ὀδυνοσπάδος

ὀδυνοσπάδος
ὀδυνοσπάς
racked by pain
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κὠδυνοσπάδος — ὀδυνοσπάδος , ὀδυνοσπάς racked by pain fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδυνοσπάς — ὀδυνοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) σπαραγμένος από τον πόνο, αφανισμένος («ὀδυνοσπάδος γέροντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν ο + σπας, άδος (< σπῶ), πρβλ. κυνοσπάς, λυκο σπάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”